εἴπῃ, νὰ
Ερμηνεία:
[γ΄ πρόσωπο ενικού του αορίστου υποτακτικής του ρ. λέγω][(Όμηρος) λέγω (αφηγούμαι, διηγούμαι, περιγράφω, διαλέγομαι, συνδιαλέγομαι, συνολιμώ για κάποιο πράγμα) <λέω
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Ἐδοκίμασε νὰ εἴπῃ τὸ τραγούδι του …[Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|